- τρίτρα
- τρίτρα, τά,A three times the amount, Leg.Gort. 1.36, GDI5000 i 18 (Gort.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίτρα — τὰ, Α τριπλάσια ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + επίθημα τρον (πρβλ. λύ τρα)] … Dictionary of Greek